Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζοχάδα οι ζοχάδες
      γενική της ζοχάδας των ζοχάδων
    αιτιατική τη ζοχάδα τις ζοχάδες
     κλητική ζοχάδα ζοχάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζοχάδα < μεσαιωνική ελληνική ζοχάδες < ελληνιστική κοινή ἐσοχάδες < ἐσοχή < εἰσοχή < αρχαία ελληνική εἰσέχω < ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζοχάδα θηλυκό

  1. η αιμορροΐδα
  2. (μεταφορικά) η κακή διάθεση που εκδηλώνεται με εκνευρισμό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία