ζοχαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζοχαδιάζω < ζοχάδα + -ιάζω < μεσαιωνική ελληνική ζοχάδες < (ελληνιστική κοινή) ἐσοχάδες < ἐσοχή < εἰσοχή < αρχαία ελληνική εἰσέχω < ἔχω
Ρήμα
επεξεργασίαζοχαδιάζω
- (προφορικό) (μεταβατικό) εκνευρίζω κάποιον, τον κάνω ν’ αποκτήσει κακή διάθεση
- (αμετάβατο) έχω κακή διάθεση, είμαι εκνευρισμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζοχαδιάζω | ζοχάδιαζα | θα ζοχαδιάζω | να ζοχαδιάζω | ζοχαδιάζοντας | |
β' ενικ. | ζοχαδιάζεις | ζοχάδιαζες | θα ζοχαδιάζεις | να ζοχαδιάζεις | ζοχάδιαζε | |
γ' ενικ. | ζοχαδιάζει | ζοχάδιαζε | θα ζοχαδιάζει | να ζοχαδιάζει | ||
α' πληθ. | ζοχαδιάζουμε | ζοχαδιάζαμε | θα ζοχαδιάζουμε | να ζοχαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | ζοχαδιάζετε | ζοχαδιάζατε | θα ζοχαδιάζετε | να ζοχαδιάζετε | ζοχαδιάζετε | |
γ' πληθ. | ζοχαδιάζουν(ε) | ζοχάδιαζαν ζοχαδιάζαν(ε) |
θα ζοχαδιάζουν(ε) | να ζοχαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζοχάδιασα | θα ζοχαδιάσω | να ζοχαδιάσω | ζοχαδιάσει | ||
β' ενικ. | ζοχάδιασες | θα ζοχαδιάσεις | να ζοχαδιάσεις | ζοχάδιασε | ||
γ' ενικ. | ζοχάδιασε | θα ζοχαδιάσει | να ζοχαδιάσει | |||
α' πληθ. | ζοχαδιάσαμε | θα ζοχαδιάσουμε | να ζοχαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | ζοχαδιάσατε | θα ζοχαδιάσετε | να ζοχαδιάσετε | ζοχαδιάστε | ||
γ' πληθ. | ζοχάδιασαν ζοχαδιάσαν(ε) |
θα ζοχαδιάσουν(ε) | να ζοχαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζοχαδιάσει | είχα ζοχαδιάσει | θα έχω ζοχαδιάσει | να έχω ζοχαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζοχαδιάσει | είχες ζοχαδιάσει | θα έχεις ζοχαδιάσει | να έχεις ζοχαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζοχαδιάσει | είχε ζοχαδιάσει | θα έχει ζοχαδιάσει | να έχει ζοχαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζοχαδιάσει | είχαμε ζοχαδιάσει | θα έχουμε ζοχαδιάσει | να έχουμε ζοχαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζοχαδιάσει | είχατε ζοχαδιάσει | θα έχετε ζοχαδιάσει | να έχετε ζοχαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζοχαδιάσει | είχαν ζοχαδιάσει | θα έχουν ζοχαδιάσει | να έχουν ζοχαδιάσει |
|