Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζενδικός η ζενδική το ζενδικό
      γενική του ζενδικού της ζενδικής του ζενδικού
    αιτιατική τον ζενδικό τη ζενδική το ζενδικό
     κλητική ζενδικέ ζενδική ζενδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζενδικοί οι ζενδικές τα ζενδικά
      γενική των ζενδικών των ζενδικών των ζενδικών
    αιτιατική τους ζενδικούς τις ζενδικές τα ζενδικά
     κλητική ζενδικοί ζενδικές ζενδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζενδικός < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική zend[1] + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zenˈði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζεν‐δι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ζενδικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία