ζενδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζενδικός | η | ζενδική | το | ζενδικό |
γενική | του | ζενδικού | της | ζενδικής | του | ζενδικού |
αιτιατική | τον | ζενδικό | τη | ζενδική | το | ζενδικό |
κλητική | ζενδικέ | ζενδική | ζενδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζενδικοί | οι | ζενδικές | τα | ζενδικά |
γενική | των | ζενδικών | των | ζενδικών | των | ζενδικών |
αιτιατική | τους | ζενδικούς | τις | ζενδικές | τα | ζενδικά |
κλητική | ζενδικοί | ζενδικές | ζενδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζενδικός < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική zend[1] + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zenˈði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζεν‐δι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαζενδικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη ζενδική γλώσσα
- ⮡ Η ζενική γλώσσα ή γλώσσα της Aβέστα, των ιερών κειμένων του Ζωροαστρισμού
- ≈ συνώνυμα: αβεστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζενδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας