Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεμπερέκι τα ζεμπερέκια
      γενική του ζεμπερεκιού των ζεμπερεκιών
    αιτιατική το ζεμπερέκι τα ζεμπερέκια
     κλητική ζεμπερέκι ζεμπερέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεμπερέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zemberek + < αραβική زنبرك (zaṃburak) < περσική زنبرك (zaṃburak, μικρό κανόνι, βαλλίστρα), υποκοριστικό του زنبور (zaṃbūr, μέλισσα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zem.beˈɾe.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζε‐μπε‐ρέ‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζεμπερέκι ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία