Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόπτρο τα ρόπτρα
      γενική του ρόπτρου των ρόπτρων
    αιτιατική το ρόπτρο τα ρόπτρα
     κλητική ρόπτρο ρόπτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρόπτρο < αρχαία ελληνική ῥόπτρον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾop.tɾo/
 
ρόπτρο με κρίκο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόπτρο ουδέτερο

  • μεταλλικό αντικείμενο σε διάφορα σχέδια, το οποίο κρέμεται στην εξώπορτα των σπιτιών και οι επισκέπτες το χτυπούν αντί για κουδούνι
    ※  […] εκρύβημεν όπισθεν μιας μάνδρας, ενώ η παράδοξος μελανείμων επλησίαζεν εις την οικίαν και έκρουε το ρόπτρον. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία