Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαροζύμαρο τα ζαχαροζύμαρα
      γενική του ζαχαροζύμαρου των ζαχαροζύμαρων
    αιτιατική το ζαχαροζύμαρο τα ζαχαροζύμαρα
     κλητική ζαχαροζύμαρο ζαχαροζύμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαροζύμαρο < ζαχαρο- + ζυμάρ(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈzi.ma.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χα‐ρο‐ζύ‐μα‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχαροζύμαρο ουδέτερο

  • είδος πάστας από ζάχαρη και νερό η όποια χρησιμοποιείται ως τροφή για τις μέλισσες τον χειμώνα όταν τα λουλούδια δεν είναι ανθισμένα
    ※  Στη μοναξιά του βουνού επίσης δεν υπάρχει η ευκολία να διαδοθούν οι ασθένειες από το μελίσσι ενός μελισσοκόμου στο μελίσσι του άλλου, όπως συμβαίνει όταν εκατοντάδες κυψέλες βρίσκονται αναγκαστικά η μία δίπλα στην άλλη και οι μέλισσες πηγαίνουν στα ίδια κλαδιά (συλλέγοντας το μελίτωμα). Επίσης ο πληθυσμός μένοντας στο εσωτερικό, στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, σχεδόν ναρκώνεται και καταναλώνει πολύ λίγη τροφή. Ενα έως τρία κιλά ζαχαροζύμαρο φθάνουν και περισσεύουν.
    Γαλδαδάς, Άλκης (1 Δεκεμβρίου 2022), Παραγωγή μελιού στα 1.647 μέτρα υψόμετρο, Το Βήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία