→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐπηγής τὸ εὐπηγές
      γενική τοῦ/τῆς εὐπηγοῦς τοῦ εὐπηγοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐπηγεῖ τῷ εὐπηγεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐπηγ τὸ εὐπηγές
     κλητική ! εὐπηγές εὐπηγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐπηγεῖς τὰ εὐπηγ
      γενική τῶν εὐπηγῶν τῶν εὐπηγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐπηγέσ(ν) τοῖς εὐπηγέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐπηγεῖς τὰ εὐπηγ
     κλητική ! εὐπηγεῖς εὐπηγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐπηγεῖ τὼ εὐπηγεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐπηγοῖν τοῖν εὐπηγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐπηγής < (εὖ) εὐ- + πηγ- (πήγνυμι) + -ής. Δείτε και -παγής.

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐπηγής, -ής, -ές

  1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, ισχυρός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 334 (334-335)
    οὗτος δὲ ξεῖνος μάλα μὲν μέγας ἠδ᾽ εὐπηγής, | πατρὸς δ᾽ ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχεται ἔμμεναι υἱός.
    Όσο γι᾽ αυτόν τον ξένο, δείχνει και μεγαλόσωμος και μπρατσωμένος, | καυχιέται εξάλλου και για τη γενιά του, πως είναι γόνος πατέρα ευγενικού.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. καλοχτισμένος, συμπαγής, γερός
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.236, @scaife.perseus
    δικλίδες εὐπηγεῖς θάλαμοί τʼ ἔσαν ἔνθα καὶ ἔνθα·
  3. (ιατρική) (για μήτρα) συμπαγής, γερός
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De muliebribus Γυναικεῖα, 1.47, @scaife.perseus
    οὐ γὰρ πρότερον ἔξεισι τὰ ἔμβρυα σαπέντα, ἢν μὺ ἰσχυραὶ αἱ μῆτραι ἔωσι καὶ εὐπηγέες.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία