εύτρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύτρωτος | η | εύτρωτη | το | εύτρωτο |
γενική | του | εύτρωτου | της | εύτρωτης | του | εύτρωτου |
αιτιατική | τον | εύτρωτο | την | εύτρωτη | το | εύτρωτο |
κλητική | εύτρωτε | εύτρωτη | εύτρωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύτρωτοι | οι | εύτρωτες | τα | εύτρωτα |
γενική | των | εύτρωτων | των | εύτρωτων | των | εύτρωτων |
αιτιατική | τους | εύτρωτους | τις | εύτρωτες | τα | εύτρωτα |
κλητική | εύτρωτοι | εύτρωτες | εύτρωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εύτρωτος < (ελληνιστική κοινή) εὔτρωτος < αρχαία ελληνική εὖ + τιτρώσκω
Επίθετο
επεξεργασίαεύτρωτος
- (αρχαιοπρεπές) που εύκολα χτυπιέται ή τραυματίζεται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εύτρωτος