εύκαιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύκαιρος | η | εύκαιρη | το | εύκαιρο |
γενική | του | εύκαιρου | της | εύκαιρης | του | εύκαιρου |
αιτιατική | τον | εύκαιρο | την | εύκαιρη | το | εύκαιρο |
κλητική | εύκαιρε | εύκαιρη | εύκαιρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύκαιροι | οι | εύκαιρες | τα | εύκαιρα |
γενική | των | εύκαιρων | των | εύκαιρων | των | εύκαιρων |
αιτιατική | τους | εύκαιρους | τις | εύκαιρες | τα | εύκαιρα |
κλητική | εύκαιροι | εύκαιρες | εύκαιρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εύκαιρος < αρχαία ελληνική εὔκαιρος < εὖ + καιρός
Επίθετο
επεξεργασίαεύκαιρος
- (για άνθρωπο) που ευκαιρεί, που έχει διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο για κάτι
- (για πράγμα) που είναι διαθέσιμο για χρήση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εύκαιρος
|