ευμετάδοτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευμετάδοτος < ελληνιστική κοινή εὐμετάδοτος < αρχαία ελληνική εὖ + μεταδίδωμι
Επίθετο επεξεργασία
ευμετάδοτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευμετάδοτος
|
ευμετάδοτος
|