↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκολομνημόνευτος η ευκολομνημόνευτη το ευκολομνημόνευτο
      γενική του ευκολομνημόνευτου της ευκολομνημόνευτης του ευκολομνημόνευτου
    αιτιατική τον ευκολομνημόνευτο την ευκολομνημόνευτη το ευκολομνημόνευτο
     κλητική ευκολομνημόνευτε ευκολομνημόνευτη ευκολομνημόνευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκολομνημόνευτοι οι ευκολομνημόνευτες τα ευκολομνημόνευτα
      γενική των ευκολομνημόνευτων των ευκολομνημόνευτων των ευκολομνημόνευτων
    αιτιατική τους ευκολομνημόνευτους τις ευκολομνημόνευτες τα ευκολομνημόνευτα
     κλητική ευκολομνημόνευτοι ευκολομνημόνευτες ευκολομνημόνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευκολομνημόνευτος < ευκολο- + -μνημονευτ- (απομνημονεύω) με αποκοπή του απο- + -τος < ευμνημόνευτος < εσωτερικό (μεταφραστικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμνημόνευτος κατά το αξιομνημόνευτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευκολομνημόνευτος, -η, -ο

  • που εύκολα χαράσσεται/αποτυπώνεται στην μνήμη
  • που εύκολα τον θυμάσαι και δύσκολα τον ξεχνάς

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία