ευκολομνημόνευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευκολομνημόνευτος < ευκολο- + -μνημονευτ- (απομνημονεύω) με αποκοπή του απο- + -τος < ευμνημόνευτος < εσωτερικό (μεταφραστικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμνημόνευτος κατά το αξιομνημόνευτος
Επίθετο επεξεργασία
ευκολομνημόνευτος, -η, -ο
- που εύκολα χαράσσεται/αποτυπώνεται στην μνήμη
- που εύκολα τον θυμάσαι και δύσκολα τον ξεχνάς
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρχαία ελληνικά εὐμνημόνευτος, -ος, -ον