ευθυμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαευθυμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ευθυμολόγημα
- ευθυμολογία
- ευθυμολογικός
- ευθυμολογώ
- → δείτε τις λέξεις εύθυμος, ευ, θυμός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευθυμολόγος
|