ευθυμολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευθυμολογώ < ευθυμολόγος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαευθυμολογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευθυμολογώ | ευθυμολογούσα | θα ευθυμολογώ | να ευθυμολογώ | ευθυμολογώντας | |
β' ενικ. | ευθυμολογείς | ευθυμολογούσες | θα ευθυμολογείς | να ευθυμολογείς | (ευθυμολόγει) | |
γ' ενικ. | ευθυμολογεί | ευθυμολογούσε | θα ευθυμολογεί | να ευθυμολογεί | ||
α' πληθ. | ευθυμολογούμε | ευθυμολογούσαμε | θα ευθυμολογούμε | να ευθυμολογούμε | ||
β' πληθ. | ευθυμολογείτε | ευθυμολογούσατε | θα ευθυμολογείτε | να ευθυμολογείτε | ευθυμολογείτε | |
γ' πληθ. | ευθυμολογούν(ε) | ευθυμολογούσαν(ε) | θα ευθυμολογούν(ε) | να ευθυμολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευθυμολόγησα | θα ευθυμολογήσω | να ευθυμολογήσω | ευθυμολογήσει | ||
β' ενικ. | ευθυμολόγησες | θα ευθυμολογήσεις | να ευθυμολογήσεις | ευθυμολόγησε | ||
γ' ενικ. | ευθυμολόγησε | θα ευθυμολογήσει | να ευθυμολογήσει | |||
α' πληθ. | ευθυμολογήσαμε | θα ευθυμολογήσουμε | να ευθυμολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ευθυμολογήσατε | θα ευθυμολογήσετε | να ευθυμολογήσετε | ευθυμολογήστε | ||
γ' πληθ. | ευθυμολόγησαν ευθυμολογήσαν(ε) |
θα ευθυμολογήσουν(ε) | να ευθυμολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευθυμολογήσει | είχα ευθυμολογήσει | θα έχω ευθυμολογήσει | να έχω ευθυμολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευθυμολογήσει | είχες ευθυμολογήσει | θα έχεις ευθυμολογήσει | να έχεις ευθυμολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευθυμολογήσει | είχε ευθυμολογήσει | θα έχει ευθυμολογήσει | να έχει ευθυμολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευθυμολογήσει | είχαμε ευθυμολογήσει | θα έχουμε ευθυμολογήσει | να έχουμε ευθυμολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευθυμολογήσει | είχατε ευθυμολογήσει | θα έχετε ευθυμολογήσει | να έχετε ευθυμολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευθυμολογήσει | είχαν ευθυμολογήσει | θα έχουν ευθυμολογήσει | να έχουν ευθυμολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευθυμολογώ
|