Δείτε επίσης: ἑτερόγλωσσος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόγλωσσος η ετερόγλωσση το ετερόγλωσσο
      γενική του ετερόγλωσσου της ετερόγλωσσης του ετερόγλωσσου
    αιτιατική τον ετερόγλωσσο την ετερόγλωσση το ετερόγλωσσο
     κλητική ετερόγλωσσε ετερόγλωσση ετερόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόγλωσσοι οι ετερόγλωσσες τα ετερόγλωσσα
      γενική των ετερόγλωσσων των ετερόγλωσσων των ετερόγλωσσων
    αιτιατική τους ετερόγλωσσους τις ετερόγλωσσες τα ετερόγλωσσα
     κλητική ετερόγλωσσοι ετερόγλωσσες ετερόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετερόγλωσσος < (ελληνιστική κοινήἑτερόγλωσσος < αρχαία ελληνική ἕτερος + γλῶσσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.teˈɾo.ɣlo.sos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ετερόγλωσσος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία