ἑτερόγλωσσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἑτερόγλωσσος | τὸ ἑτερόγλωσσον | οἱ, αἱ ἑτερόγλωσσοι | τὰ ἑτερόγλωσσα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἑτερογλώσσου | τοῦ ἑτερογλώσσου | τῶν ἑτερογλώσσων | τῶν ἑτερογλώσσων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἑτερογλώσσῳ | τῷ ἑτερογλώσσῳ | τοῖς, ταῖς ἑτερογλώσσοις | τοῖς ἑτερογλώσσοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἑτερόγλωσσον | τὸ ἑτερόγλωσσον | τοὺς, τὰς ἑτερογλώσσους | τὰ ἑτερόγλωσσα |
Κλητική | ἑτερόγλωσσε | ἑτερόγλωσσον | ἑτερόγλωσσοι | ἑτερόγλωσσα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἑτερογλώσσω | |||
Γενική-Δοτική | ἑτερογλώσσοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑτερόγλωσσος < αρχαία ελληνική ἕτερος + γλῶσσα
Επίθετο
επεξεργασίαἑτερόγλωσσος, -ος, -ον