αλλόφωνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλλόφωνος < αρχαία ελληνική ἀλλόφωνος,η,ον
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αλλόφωνος, -η, -ο
- (γλωσσολογία) για φθόγγο που προφέρεται διαφορετικά από άλλους αλλά μαζί με αυτούς ανήκει στο ίδιο φώνημα (π.χ. το γάμα στη λέξη γάτα προφέρεται ως υπερωικό ενώ στη λέξη γέρος ως ουρανικό)
- που μιλά άλλη γλώσσα, αλλόγλωσσος, ετερόφωνος
- Σχολικές επιδόσεις αλλόφωνων μαθητών (τίτλος βιβλίου των Οδυσσέα Ευαγγέλου και Νεκταρίας Παλαιολόγου)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλλόφωνος