ετεροδοσοληψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετεροδοσοληψία < ετερο- + δοσοληψία < λέξη από άρθρο του καθηγητού Θεοδόρη Τάσιου
Ουσιαστικό επεξεργασία
ετεροδοσοληψία θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαφθορά, η δωροληψία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροδοσοληψία
|