ρεμούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεμούλα | οι | ρεμούλες |
γενική | της | ρεμούλας | — | |
αιτιατική | τη | ρεμούλα | τις | ρεμούλες |
κλητική | ρεμούλα | ρεμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεμούλα < ίσως (άμεσο δάνειο) ιταλική rimula (μικρό σχίσιμο, ρήγμα)[1] ή < αλβανική rrëmujë (αναστάτωση, αταξία, σύγχυση, λάφυρο από πειρατεία, κλοπιμαίο)[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεμούλα θηλυκό
- (διαφθορά, λαϊκότροπο, προφορικό) η οικονομική απάτη
- ⮡ Ο υπουργός τάδε έκανε χοντρή ρεμούλα.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Γεωργία Κατσούδα, Αξιοποιώντας το σημασιολογικό κριτήριο στην ετυμολογική έρευνα: επανετυμολογήσεις του κοινού νεοελληνικού λεξιλογίου, Ακαδημία Αθηνών, ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ-ΙΛΝΕ, Λεξικογραφικόν Δελτίον, 27–28 (Αθήνα 2023), σελ. 93–110.