Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εργοδικός η εργοδική το εργοδικό
      γενική του εργοδικού της εργοδικής του εργοδικού
    αιτιατική τον εργοδικό την εργοδική το εργοδικό
     κλητική εργοδικέ εργοδική εργοδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εργοδικοί οι εργοδικές τα εργοδικά
      γενική των εργοδικών των εργοδικών των εργοδικών
    αιτιατική τους εργοδικούς τις εργοδικές τα εργοδικά
     κλητική εργοδικοί εργοδικές εργοδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργοδικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ergodic < αρχαία ελληνική ἔργον + ὁδός

  Επίθετο επεξεργασία

εργοδικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία