εργαλειοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εργαλειοποίηση | οι | εργαλειοποιήσεις |
γενική | της | εργαλειοποίησης | των | εργαλειοποιήσεων |
αιτιατική | την | εργαλειοποίηση | τις | εργαλειοποιήσεις |
κλητική | εργαλειοποίηση | εργαλειοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εργαλειοποίηση < εργαλειοποιώ + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική instrumentalization
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɾ.ɣa.li.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γα‐λει‐ο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεργαλειοποίηση θηλυκό
- (λόγιο, νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εργαλειοποιώ, η συμφεροντολογική αντιμετώπιση μιας κατάστασης, ενός γεγονότος ή κάποιου ανθρώπου
- ※ Ακόμα και η εργαλειοποίηση της γυναικείας φιγούρας για διαφήμιση και πώληση ολότελα άσχετων προϊόντων με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, το χάσμα των αμοιβών και περιουσιακών στοιχείων, ακόμα και η απώλεια και αλλαγή του επωνύμου των γυναικών στο γάμο στην πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη, δείχνουν προς την κατεύθυνση της τεχνητής ανισότητας αντιμετώπισης των φύλων. (Άγης Βερούτης, Μια λεπτή κόκκινη γραμμή, capital.gr, 29 Ιανουαρίου 2021)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εργαλειοποίηση
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr