Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργαλειοποίηση οι εργαλειοποιήσεις
      γενική της εργαλειοποίησης των εργαλειοποιήσεων
    αιτιατική την εργαλειοποίηση τις εργαλειοποιήσεις
     κλητική εργαλειοποίηση εργαλειοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργαλειοποίηση < εργαλειοποιώ + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική instrumentalization

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɾ.ɣa.li.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γα‐λει‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργαλειοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr