εργαλειοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εργαλειοποιώ < εργαλεί(ο) + -ο- + -ποιώ, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική instrumentalise, αμερικανικά αγγλικά instrumentalize
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɾ.ɣa.li.o.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γα‐λει‐ο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαεργαλειοποιώ, αόρ.: εργαλειοποίησα, παθ.φωνή: εργαλειοποιούμαι, π.αόρ.: εργαλειοποιήθηκα, μτχ.π.π.: εργαλειοποιημένος
- (λόγιο) αντιμετωπίζω συμφεροντολογικά μια κατάσταση, ένα γεγονός ή κάποιον άνθρωπο
Συγγενικά
επεξεργασία- εργαλειοποίηση
- → και δείτε τις λέξεις εργαλείο, έργο και ποιώ
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εργαλειοποιώ