επισκέψιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επισκέψιμος < επίσκεψ(η) + -ιμος → δείτε τη λέξη επισκέπτομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈsce.psi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐σκέ‐ψι‐μος
Επίθετο επεξεργασία
επισκέψιμος, -η, -ο
- που μπορούμε ή αξίζει να τον επισκεφτούμε
- ※ Επισκέψιμο θα γίνει το ακατοίκητο νησάκι Δεσποτικό, απέναντι από την Αντίπαρο, στο οποίο αποκαλύπτεται τα τελευταία 17 χρόνια ένα πλούσιο αρχαϊκό Ιερό του Απόλλωνα, με τμήματα Κούρων και διάφορα λατρευτικά κτήρια. (enet.gr)
Συγγενικά επεξεργασία
- επισκεψιμότητα
- → δείτε τις λέξεις επισκέπτομαι και σκέψη