Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκεψιμότητα οι επισκεψιμότητες
      γενική της επισκεψιμότητας των επισκεψιμοτήτων
    αιτιατική την επισκεψιμότητα τις επισκεψιμότητες
     κλητική επισκεψιμότητα επισκεψιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισκεψιμότητα < επισκέψιμος + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισκεψιμότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία