ενικός         πληθυντικός  
turnout turnouts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

turnout (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η προσέλευση, η συμμετοχή, το πλήθος των ανθρώπων που έρχονται σε μια εκδήλωση ή εκλογή
    ⮡  a great turnout at the polls - μεγάλη προσέλευση/συμμετοχή στην ψηφοφορία