επισκέψιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεπισκέψιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επισκέψιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επισκέψιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επισκέψιμος
επισκέψιμων