• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

επιπλωμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Αντώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική επιπλωμένος επιπλωμένη επιπλωμένο
γενική επιπλωμένου επιπλωμένης επιπλωμένου
αιτιατική επιπλωμένο επιπλωμένη επιπλωμένο
κλητική επιπλωμένε επιπλωμένη επιπλωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική επιπλωμένοι επιπλωμένες επιπλωμένα
γενική επιπλωμένων επιπλωμένων επιπλωμένων
αιτιατική επιπλωμένους επιπλωμένες επιπλωμένα
κλητική επιπλωμένοι επιπλωμένες επιπλωμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επιπλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιπλώνω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

επιπλωμένος, -η, -ο

  • που έχει επιπλωθεί, που έχει έπιπλα

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • ανεπίπλωτος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επιπλωμένος
  • αγγλικά : furnished (en)
  • γαλλικά : meublé (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιπλωμένος&oldid=4069571"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Αυγούστου 2019, στις 13:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Αυγούστου 2019, στις 13:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie