furnished
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
furnished (en) (χωρίς παραθετικά)
- επιπλωμένος, για σπίτι, δωμάτιο κτλ. που περιέχει έπιπλα
- ↪ Her house is very tastelessly furnished.
- Το σπίτι της είναι πολύ κακόγουστα επιπλωμένο.
- ↪ Her house is very tastelessly furnished.