επίσπευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίσπευση | οι | επισπεύσεις |
γενική | της | επίσπευσης* | των | επισπεύσεων |
αιτιατική | την | επίσπευση | τις | επισπεύσεις |
κλητική | επίσπευση | επισπεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισπεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίσπευση < μεσαιωνική ελληνική ἐπίσπευσις < αρχαία ελληνική ἐπισπεύδω < ἐπί + σπεύδω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίσπευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επισπεύδω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίσπευση