Ουσιαστικό

επεξεργασία

anticipation (en)

  1. προσμονή, προσδοκία, ελπίδα
  2. πρόνοια, πρόβλεψη

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anticipation anticipations

anticipation (fr) θηλυκό

  1. η πρόβλεψη