ενικός         πληθυντικός  
expectation expectations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
expectation < expect + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

expectation (en)

  • η προσδοκία
    ⮡  The box office receipts fell short of the theater director’s expectations.
    Οι εισπράξεις του ταμείου υπελήφθησαν των προσδοκιών του διευθυντού του θεάτρου.