επίρραπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίρραπτος < ελληνιστική κοινή ἐπιρράπτω, ἐπί + αρχαία ελληνική ῥάπτω, ῥαπτός. Δείτε και ἐπίραμμα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.ɾa.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πίρ‐ρα‐πτος
Επίθετο
επεξεργασίαεπίρραπτος, -η, -ο
- ραμμένος από πάνω
- ↪ επίρραπτος διάκοσμος σε υφαντά
- Τα τμήματα του υφάσματος προέρχονται πιθανόν από την ταινιωτή διακόσμηση -ίσως επίρραπτη- του ενδύματος της νεκρής, που ήταν υφασμένο με την υφαντοποικιλτική μέθοδο. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίρραπτος
|