υφαντοποικιλτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
υφαντοποικιλτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που είναι υφασμένος και πάνω του έχει ποικίλματα
- Τα τμήματα του υφάσματος προέρχονται πιθανόν από την ταινιωτή διακόσμηση -ίσως επίρραπτη- του ενδύματος της νεκρής, που ήταν υφασμένο με την υφαντοποικιλτική μέθοδο. (*)
- (ουσιαστικοποιημένο) η υφαντοποικιλτική: η σχετική τέχνη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υφαντοποικιλτικός
|