επάρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επάρτης | οι | επάρτες |
γενική | του | επάρτη | των | επαρτών |
αιτιατική | τον | επάρτη | τους | επάρτες |
κλητική | επάρτη | επάρτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επάρτης < αρχαία ελληνική ἐπαίρω + -της < ἐπί + αἴρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπάρτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, λόγιο) συσκευή ή μηχανισμός για την ανύψωση βαρών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αίρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επάρτης
|