Δείτε επίσης: επάρτης, επάρατης
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐπαρτής τὸ ἐπαρτές οἱ, αἱ ἐπαρτεῖς τὰ ἐπαρτ
Γενική τοῦ, τῆς ἐπαρτοῦς τοῦ ἐπαρτοῦς τῶν ἐπαρτῶν τῶν ἐπαρτῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἐπαρτεῖ τῷ ἐπαρτεῖ τοῖς, ταῖς ἐπαρτέσι(ν) τοῖς ἐπαρτέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐπαρτ τὸ ἐπαρτές τοὺς, τὰς ἐπαρτεῖς τὰ ἐπαρτ
Κλητική ἐπαρτές ἐπαρτές ἐπαρτεῖς ἐπαρτ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπαρτεῖ
Γενική-Δοτική ἐπαρτοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπαρτής < ἐπαρτάω + -τής < ἀρτάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπαρτής

  1. προετοιμασμένος, έτοιμος
  2. εξοπλισμένος
  3. κρεμασμένος, εξαρτημένος