↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωκειμενικός η εξωκειμενική το εξωκειμενικό
      γενική του εξωκειμενικού της εξωκειμενικής του εξωκειμενικού
    αιτιατική τον εξωκειμενικό την εξωκειμενική το εξωκειμενικό
     κλητική εξωκειμενικέ εξωκειμενική εξωκειμενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωκειμενικοί οι εξωκειμενικές τα εξωκειμενικά
      γενική των εξωκειμενικών των εξωκειμενικών των εξωκειμενικών
    αιτιατική τους εξωκειμενικούς τις εξωκειμενικές τα εξωκειμενικά
     κλητική εξωκειμενικοί εξωκειμενικές εξωκειμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωκειμενικός < εξω- + κείμενο + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική extra-textual

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.ci.me.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω‐κει‐με‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

εξωκειμενικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)