↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξοφθαλμία οι εξοφθαλμίες
      γενική της εξοφθαλμίας των εξοφθαλμιών
    αιτιατική την εξοφθαλμία τις εξοφθαλμίες
     κλητική εξοφθαλμία εξοφθαλμίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοφθαλμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική exophthalmia < ex (< αρχαία ελληνική ἐξ) + ὀφθαλμ(ός) + -ia (-ία). Συγχρονικά αναλύεται όμοια, σε εξ- + οφθαλμός + -ία[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.fθalˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐φθαλ‐μί‐α
 
γυναίκα με εξοφθαλμία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξοφθαλμία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. εξοφθαλμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)