↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξομολογημένος η εξομολογημένη το εξομολογημένο
      γενική του εξομολογημένου της εξομολογημένης του εξομολογημένου
    αιτιατική τον εξομολογημένο την εξομολογημένη το εξομολογημένο
     κλητική εξομολογημένε εξομολογημένη εξομολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξομολογημένοι οι εξομολογημένες τα εξομολογημένα
      γενική των εξομολογημένων των εξομολογημένων των εξομολογημένων
    αιτιατική τους εξομολογημένους τις εξομολογημένες τα εξομολογημένα
     κλητική εξομολογημένοι εξομολογημένες εξομολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομολογώ, εξομολογούμαι και εξομολογιέμαι

εξομολογημένος, -η, -ο

  1. για έγκλημα ή αμαρτία που το έχω εξομολογηθεί
    αμαρτία εξομολογημένη αμαρτία δεν είναι
  2. για άνθρωπο που έχει εξομοληγηθεί, που έχει συμμετάσχει στο μυστήριο της εξομολόγησης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία