εξομολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομολογώ, εξομολογούμαι και εξομολογιέμαι
Μετοχή
επεξεργασία
εξομολογημένος, -η, -ο
- για έγκλημα ή αμαρτία που το έχω εξομολογηθεί
- αμαρτία εξομολογημένη αμαρτία δεν είναι
- για άνθρωπο που έχει εξομοληγηθεί, που έχει συμμετάσχει στο μυστήριο της εξομολόγησης