Ετυμολογία

επεξεργασία
εξομολογώ < ελληνιστική κοινή ἐξομολογέω / ἐξομολογῶ < ἐξ + αρχαία ελληνική ὁμολογέω / ὁμολογῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.mo.loˈɣo/

εξομολογώ (παθητική φωνή: εξομολογούμαι/εξομολογιέμαι)

  1. τελώ το μυστήριο της εξομολόγησης
  2. (μεταφορικά) παροτρύνω κάποιον να μου αποκαλύψει τις σκέψεις του ή προσωπικά του μυστικά για να ανακουφιστεί, παίζω το ρόλο του εξομολογητή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία