Ετυμολογία

επεξεργασία

εξομολογώ (παθητική φωνή: εξομολογούμαι/εξομολογιέμαι)

  1. τελώ το μυστήριο της εξομολόγησης
  2. (μεταφορικά) παροτρύνω κάποιον να μου αποκαλύψει τις σκέψεις του ή προσωπικά του μυστικά για να ανακουφιστεί, παίζω το ρόλο του εξομολογητή

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία