- εξομολογώ < ελληνιστική κοινή ἐξομολογέω / ἐξομολογῶ < ἐξ + αρχαία ελληνική ὁμολογέω / ὁμολογῶ
- ΔΦΑ : /e.kso.mo.loˈɣo/
εξομολογώ (παθητική φωνή: εξομολογούμαι/εξομολογιέμαι)
- τελώ το μυστήριο της εξομολόγησης
- (μεταφορικά) παροτρύνω κάποιον να μου αποκαλύψει τις σκέψεις του ή προσωπικά του μυστικά για να ανακουφιστεί, παίζω το ρόλο του εξομολογητή
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
εξομολογήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
εξομολογώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
εξομολογώ
|
εξομολογείς
|
εξομολογεί
|
εξομολογούμε
|
εξομολογείτε
|
εξομολογούν
|
παρατατικός
|
εξομολογούσα
|
εξομολογούσες
|
εξομολογούσε
|
εξομολογούσαμε
|
εξομολογούσατε
|
εξομολογούσαν
|
αόριστος
|
εξομολόγησα
|
εξομολόγησες
|
εξομολόγησε
|
εξομολογήσαμε
|
εξομολογήσατε
|
εξομολόγησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα εξομολογώ
|
θα εξομολογείς
|
θα εξομολογεί
|
θα εξομολογούμε
|
θα εξομολογείτε
|
θα εξομολογούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα εξομολογήσω
|
θα εξομολογήσεις
|
θα εξομολογήσει
|
θα εξομολογήσουμε
|
θα εξομολογήσετε
|
θα εξομολογήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω εξομολογήσει
|
έχεις εξομολογήσει
|
έχει εξομολογήσει
|
έχουμε εξομολογήσει
|
έχετε εξομολογήσει
|
έχουν εξομολογήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα εξομολογήσει
|
είχες εξομολογήσει
|
είχε εξομολογήσει
|
είχαμε εξομολογήσει
|
είχατε εξομολογήσει
|
είχαν εξομολογήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω εξομολογήσει
|
θα έχεις εξομολογήσει
|
θα έχει εξομολογήσει
|
θα έχουμε εξομολογήσει
|
θα έχετε εξομολογήσει
|
θα έχουν εξομολογήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να εξομολογώ
|
να εξομολογείς
|
να εξομολογεί
|
να εξομολογούμε
|
να εξομολογείτε
|
να εξομολογούν
|
αόριστος
|
να εξομολογήσω
|
να εξομολογήσεις
|
να εξομολογήσει
|
να εξομολογήσουμε
|
να εξομολογήσετε
|
να εξομολογήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω εξομολογήσει
|
να έχεις εξομολογήσει
|
να έχει εξομολογήσει
|
να έχουμε εξομολογήσει
|
να έχετε εξομολογήσει
|
να έχουν εξομολογήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
εξομολόγει
|
|
|
εξομολογείτε
|
|
αόριστος
|
|
εξομολόγησε
|
|
|
εξομολογήστε
|
|
|