εξομολογώ (παθητική φωνή: εξομολογούμαι/εξομολογιέμαι)
- τελώ το μυστήριο της εξομολόγησης
- (μεταφορικά) παροτρύνω κάποιον να μου αποκαλύψει τις σκέψεις του ή προσωπικά του μυστικά για να ανακουφιστεί, παίζω το ρόλο του εξομολογητή
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις |
απαρέμφατο (αόριστος) |
εξομολογήσει |
μετοχή (ενεστώτας) |
εξομολογώντας |
προσωπικές εγκλίσεις |
πρόσωπο |
ενικός |
πληθυντικός |
πρώτο |
δεύτερο |
τρίτο |
πρώτο |
δεύτερο |
τρίτο |
οριστική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
εξομολογώ |
εξομολογείς |
εξομολογεί |
εξομολογούμε |
εξομολογείτε |
εξομολογούν |
παρατατικός |
εξομολογούσα |
εξομολογούσες |
εξομολογούσε |
εξομολογούσαμε |
εξομολογούσατε |
εξομολογούσαν |
αόριστος |
εξομολόγησα |
εξομολόγησες |
εξομολόγησε |
εξομολογήσαμε |
εξομολογήσατε |
εξομολόγησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι |
εξακολουθητικός μέλλοντας |
θα εξομολογώ |
θα εξομολογείς |
θα εξομολογεί |
θα εξομολογούμε |
θα εξομολογείτε |
θα εξομολογούν |
στιγμιαίος μέλλοντας |
θα εξομολογήσω |
θα εξομολογήσεις |
θα εξομολογήσει |
θα εξομολογήσουμε |
θα εξομολογήσετε |
θα εξομολογήσουν |
παρακείμενος α' |
έχω εξομολογήσει |
έχεις εξομολογήσει |
έχει εξομολογήσει |
έχουμε εξομολογήσει |
έχετε εξομολογήσει |
έχουν εξομολογήσει |
παρακείμενος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
υπερσυντέλικος α' |
είχα εξομολογήσει |
είχες εξομολογήσει |
είχε εξομολογήσει |
είχαμε εξομολογήσει |
είχατε εξομολογήσει |
είχαν εξομολογήσει |
υπερσυντέλικος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
συντελεσμένος μέλλοντας α' |
θα έχω εξομολογήσει |
θα έχεις εξομολογήσει |
θα έχει εξομολογήσει |
θα έχουμε εξομολογήσει |
θα έχετε εξομολογήσει |
θα έχουν εξομολογήσει |
συντελεσμένος μέλλοντας β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
υποτακτική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
περιφραστικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
να εξομολογώ |
να εξομολογείς |
να εξομολογεί |
να εξομολογούμε |
να εξομολογείτε |
να εξομολογούν |
αόριστος |
να εξομολογήσω |
να εξομολογήσεις |
να εξομολογήσει |
να εξομολογήσουμε |
να εξομολογήσετε |
να εξομολογήσουν |
παρακείμενος α' |
να έχω εξομολογήσει |
να έχεις εξομολογήσει |
να έχει εξομολογήσει |
να έχουμε εξομολογήσει |
να έχετε εξομολογήσει |
να έχουν εξομολογήσει |
παρακείμενος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
προστακτική |
- |
(εσύ) |
- |
- |
(εσείς) |
- |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
|
εξομολόγει |
|
|
εξομολογείτε |
|
αόριστος |
|
εξομολόγησε |
|
|
εξομολογήστε |
|
|