εξομολογητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξομολογητικός
- (θρησκεία) που έχει σχέση με την εξομολόγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) εξομολογητική: (θρησκεία) μάθημα της θεολογικής σχολής που αγορά στο μυστήριο της εξομολογήσεως
Συγγενικά
επεξεργασία- εξομολογητικά
- εξομολογητική
- → δείτε τη λέξη εξομολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξομολογητικός