confessé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | confessé | confessés |
θηλυκό | confessée | confessées |
Επίθετο
επεξεργασίαconfessé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | confessé | confessés |
θηλυκό | confessée | confessées |
confessé (fr)