Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξεταστικοκεντρικός η εξεταστικοκεντρική το εξεταστικοκεντρικό
      γενική του εξεταστικοκεντρικού της εξεταστικοκεντρικής του εξεταστικοκεντρικού
    αιτιατική τον εξεταστικοκεντρικό την εξεταστικοκεντρική το εξεταστικοκεντρικό
     κλητική εξεταστικοκεντρικέ εξεταστικοκεντρική εξεταστικοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξεταστικοκεντρικοί οι εξεταστικοκεντρικές τα εξεταστικοκεντρικά
      γενική των εξεταστικοκεντρικών των εξεταστικοκεντρικών των εξεταστικοκεντρικών
    αιτιατική τους εξεταστικοκεντρικούς τις εξεταστικοκεντρικές τα εξεταστικοκεντρικά
     κλητική εξεταστικοκεντρικοί εξεταστικοκεντρικές εξεταστικοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξεταστικοκεντρικός (νεολογισμός) < εξεταστικ(ός) + -ο- + κεντρικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kse.ta.sti.ko.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξε‐τα‐στι‐κο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εξεταστικοκεντρικός, -ή, -ό

  • (εκπαίδευση) που ανάγει σε ύψιστο ρυθμιστή της εκπαιδευτικής διαδικασίας το εξεταστικό σύστημα και τις εξετάσεις
    Τέσσερις μήνες πριν από τις εξετάσεις και ο εθνικός οργανισμός εξετάσεων και η τράπεζα θεμάτων έχουν μείνει στα χαρτιά του νόμου 4186/13, αν και η εκπαιδευτική διαδικασία κόβεται και ράβεται κακήν κακώς στην εξεταστικοκεντρική, πνευματοκτόνα και ψυχοφθόρα λογική του «νέου λυκείου». (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία