εξετασιοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξετασιοκεντρικός (νεολογισμός) < (εξέταση) ἐξέτασι(ς) + -ο- + κεντρικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kse.ta.si.o.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξε‐τα‐σι‐ο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεξετασιοκεντρικός, -ή, -ό
- (εκπαίδευση) που έχει στο κέντρο των ενδιαφερόντων του τη διαδικασία των εξετάσεων
- ※ Στην καρδιά του καλοκαιριού και με απούσα και αντίθετη την εκπαιδευτική κοινότητα η κυβέρνηση προχωρεί σε αντιεκπαιδευτικές αλλαγές, καθώς αυξάνεται δραματικά ο εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας του Λυκείου με πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις σε όλες τις τάξεις του Γενικού, αλλά και στην Α' τάξη του Επαγγελματικού Λυκείου. (* enet.gr)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξετασιοκεντρικός
|