αντιεκπαιδευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιεκπαιδευτικός < αντι- + εκπαιδευτικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιεκπαιδευτικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που είναι αντίθετος με το καλό της εκπαιδευτικής διαδικασίας
- Στην καρδιά του καλοκαιριού και με απούσα και αντίθετη την εκπαιδευτική κοινότητα η κυβέρνηση προχωρεί σε αντιεκπαιδευτικές αλλαγές, καθώς αυξάνεται δραματικά ο εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας του Λυκείου με πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις σε όλες τις τάξεις του Γενικού, αλλά και στην Α' τάξη του Επαγγελματικού Λυκείου. (*)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιεκπαιδευτικός
|