Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντεκπαιδευτικός η αντεκπαιδευτική το αντεκπαιδευτικό
      γενική του αντεκπαιδευτικού της αντεκπαιδευτικής του αντεκπαιδευτικού
    αιτιατική τον αντεκπαιδευτικό την αντεκπαιδευτική το αντεκπαιδευτικό
     κλητική αντεκπαιδευτικέ αντεκπαιδευτική αντεκπαιδευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντεκπαιδευτικοί οι αντεκπαιδευτικές τα αντεκπαιδευτικά
      γενική των αντεκπαιδευτικών των αντεκπαιδευτικών των αντεκπαιδευτικών
    αιτιατική τους αντεκπαιδευτικούς τις αντεκπαιδευτικές τα αντεκπαιδευτικά
     κλητική αντεκπαιδευτικοί αντεκπαιδευτικές αντεκπαιδευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντεκπαιδευτικός < αντι- + εκπαιδευτικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντεκπαιδευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία