↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξελληνισθείς
εξελληνισθέντας
η εξελληνισθείσα το εξελληνισθέν
      γενική του εξελληνισθέντος
εξελληνισθέντα
της εξελληνισθείσας
εξελληνισθείσης*
του εξελληνισθέντος
    αιτιατική τον εξελληνισθέντα την εξελληνισθείσα το εξελληνισθέν
     κλητική εξελληνισθείς
εξελληνισθέντα
εξελληνισθείσα εξελληνισθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξελληνισθέντες οι εξελληνισθείσες τα εξελληνισθέντα
      γενική των εξελληνισθέντων των εξελληνισθεισών των εξελληνισθέντων
    αιτιατική τους εξελληνισθέντες τις εξελληνισθείσες τα εξελληνισθέντα
     κλητική εξελληνισθέντες εξελληνισθείσες εξελληνισθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξελληνισθείς < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξελληνίζω

εξελληνισθείς, -είσα, -έν

  • (λόγιο) που τον έχουν εξελλενίσει / που έχει εξελλενιστεί
    ※  Η εξελληνισθείσα λέξη "σπόνσορας", ούσα αγγλική, ήταν φαίνεται γνωστή παλαιόθεν , διότι οι πάτρωνες της εποχής εκείνης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι σημερινοί σπόνσορες ! (Ιωάννης Θ. Γιαννόπουλος, Μυστική Αθήνα και Αττική, εκδ. Έσοπτρον, 1999, σελ. 36)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία