εξαγγλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαγγλισμός < εξαγγλίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anglicisation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαγγλισμός αρσενικό
- (παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαγγλίζω
- το να κάνεις κάποιον Άγγλο ή κάτι αγγλικό
- η μετάφραση στα αγγλικά
- ※ Κατέστησαν δὲ τοῦτο τέχνην διηνεκῶς τελειοποιουμένην ὡς δεικνύει ὁ ἐξαγγλισμὸς τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Θουκυδίδου ὑπὸ τοῦ Jowett καὶ ὁ τοῦ Ὀμήρου ὑπὸ Butcher καὶ Lang. (Έρευνα - τομ. 1-7 - σελ. 48 [1])
- το να δώσει κάποιος αγγλική μορφή σε λέξεις άλλης γλώσσας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξαγγλισμός