Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαγγλίζω < εξ- + Άγγλος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anglicise)

  Ρήμα επεξεργασία

εξαγγλίζω

  1. κάνω κάποιον Άγγλο ή κάτι αγγλικό
  2. μεταφράζω στα αγγλικά
  3. δίνω αγγλική μορφή σε λέξεις άλλης γλώσσας

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία