ενδρομίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδρομίδα < (καθαρεύουσα) ενδρομίς < (ελληνιστική κοινή) ἐνδρομίς < ἔνδρομος < ἐν + δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδρομίδα θηλυκό
- (ιστορία) ἐνδρομίς
- (λόγιο) (ενδυμασία) μπότα
- βαρύ μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποιείται σαν σκέπασμα, πανωφόρι κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδρομίδα
|