ἐνδρομίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνδρομίς | αἱ | ἐνδρομίδες |
γενική | τῆς | ἐνδρομίδος | τῶν | ἐνδρομίδων |
δοτική | τῇ | ἐνδρομίδῐ | ταῖς | ἐνδρομίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἐνδρομίδᾰ | τὰς | ἐνδρομίδᾰς |
κλητική ὦ! | ἐνδρομίς* | ἐνδρομίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνδρομίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐνδρομίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐνδρομίς θηλυκό
- (υπόδηση) ψηλό υπόδημα σα μπότα, κατάλληλο για τρέξιμο που φορούσε η Άρτεμη, όπως οι δρομείς στρατιώτες
- (ελληνιστική σημασία, ενδυμασία) βαρύ πανωφόρι που φορούσαν οι συμμετέχοντες σε αγώνα δρόμου
- (επιθετική χρήση) οτιδήποτε κατάλληλο ή χρήσιμο για τρέξιμο
Πηγές επεξεργασία
- ἐνδρομίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐνδρομίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.