Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐνδρομίς αἱ ἐνδρομίδες
      γενική τῆς ἐνδρομίδος τῶν ἐνδρομίδων
      δοτική τῇ ἐνδρομίδ ταῖς ἐνδρομίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐνδρομίδ τὰς ἐνδρομίδᾰς
     κλητική ! ἐνδρομίς* ἐνδρομίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐνδρομίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐνδρομίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνδρομίς < ἐν- + όπως ο αμφίβολος τύπος δρομίς < δρόμ(ος) + -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐνδρομίς θηλυκό

  1. (υπόδηση) ψηλό υπόδημα σα μπότα, κατάλληλο για τρέξιμο που φορούσε η Άρτεμη, όπως οι δρομείς στρατιώτες
  2. (ελληνιστική σημασία, ενδυμασία) βαρύ πανωφόρι που φορούσαν οι συμμετέχοντες σε αγώνα δρόμου
     συνώνυμα: λατινικά endromis
  3. (επιθετική χρήση) οτιδήποτε κατάλληλο ή χρήσιμο για τρέξιμο

  Πηγές επεξεργασία