ενδομυϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδομυϊκός < ενδο- + μυϊκός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intramusculaire)
Επίθετο
επεξεργασίαενδομυϊκός
Συγγενικά
επεξεργασία- ενδομυϊκά
- ενδομυϊκώς
- → δείτε τις λέξεις ένδον και μυς
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδομυϊκός
|